- ἀβόρβορος
- ἀβόρβορος, ον,A without filth,
ψαλὶς οὐκ ἀ. S.Fr.367
(-βάρβ- codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψαλὶς οὐκ ἀ. S.Fr.367
(-βάρβ- codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀβόρβορον — ἀβόρβορος without filth masc/fem acc sg ἀβόρβορος without filth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek